-
1 κατ-εῖπον
κατ-εῖπον (s. εἶπον), gegen Einen sprechen, anklagen; μὴ πρὸς ϑεῶν ἡμῶν κατείπῃς Ar. Pax 376, öfter; μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους Plat. Theaet. 149 a, wie Xen. Hem. 2, 6, 33 u. Luc. Calumn. 2. – Geradheraus sagen, angeben, an. zeigen, ansagen; πατέρα κατειπών Eur. Ion. 1345; Med. 589; c. partic., μή μου κατείπῃς σῷ κασιγνήτῳ πόσιν ἥκοντα Hel. 898; φέρε νυν κατείπω τοῖς ϑεαταῖς τὸν λόγον Ar. Vesp. 54; Her. 1, 20; Plat. Theag. 123 b; herzählen, Isocr. 5, 17; φύλλα δένδρων Anacr. 13, 2. – Vgl. unten κατερῶ.
См. также в других словарях:
καταγορεύω — καταγορεύω, αόρ. β κατεῑπον (Α) 1. ανακοινώνω, αναγγέλλω 2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.) 3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.) 4. μιλώ με … Dictionary of Greek